- αφεύγατος
- -η, -ο1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να αποφύγει, αναπόφευκτος2. αυτός που δεν έχει φύγει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άφυκτος — ἄφυκτος, ον (Α) 1. αφεύγατος, αναπόφευκτος 2. (για ερώτηση, λόγο κ.λπ.) αυτός από τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να ξεφύγει, που δεν παίρνει από υπεκφυγές 3. ο ανίκανος να διαφύγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φυκτός «αυτός που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek